- μεθαυριανός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στη μεθεπόμενη μέρα: Θα τα πούμε στη μεθαυριανή συγκέντρωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεθαυριανός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεθεπόμενη ημέρα ή που πρόκειται να γίνει ή να υπάρξει τη μεθεπόμενη μέρα («ο μεθαυριανός καιρός»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεθαύριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek